Ἐπιγόνου

Ἐπιγόνου
Ἐπίγονος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγόνου — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • Μόντι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Monti, Αλφονσίνε, Ραβένα 1754 – Μιλάνο 1828). Ιταλός ποιητής. Η ευκολία με την οποία ο Μ. περνούσε από είδος σε είδος και από θέμα σε θέμα καθώς και η επιπολαιότητα με την οποία πρόσφερε στις εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις της Ιταλίας τις… …   Dictionary of Greek

  • Μοντιλιάνι, Αμεντέο — (Amedeo Modigliani, Λιβόρνο 1884 – Παρίσι 1920). Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης. Μαθητής του Γκουλιέλμο Μικέλι, επίγονου των κηλιδογράφων, ύστερα από μια σύντομη περίοδο σπουδών στη γενέτειρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”